καρχαρίας — καρχαρίᾱς , καρχαρίας shark masc acc pl καρχαρίᾱς , καρχαρίας shark masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαρίαν — καρχαρίᾱν , καρχαρίας shark masc acc sg (attic epic doric aeolic) καρχαρίας shark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακανθίας — Γένος ψαριών της οικογένειας των σπινακιδών. Η οικογένεια αυτή διακρίνεται από τα δύο ραχιαία πτερύγιά της, από τα οποία το ένα βρίσκεται μπροστά από τα στηθικά, σε κάθετη γραμμή. Ο σπειροειδής έλικας του πεπτικού σωλήνα έχει λιγότερο πλατιές… … Dictionary of Greek
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
θυρσίων — θυρσίων, ὁ (Α) [θύρσος] 1. μέρος ψαριού [«τούτου τοῡ ἰχθύος (τού καρχαρία) μέρος (ίσως διορθ. εἶδος) ἐστί καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων», Αθήν.] 2. ψάρι που μοιάζει με δελφίνι … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ναυκράτης — και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, ές) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας νεοελλ. μσν. περκόμορφο ψάρι τής οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε… … Dictionary of Greek
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek
παππάς — (I) ὁ, Μ βλ. παπάς. (II) ο ζωολ. κοινή ονομασία τού ακίνδυνου για τον άνθρωπο καρχαρία Cetorhinus maximus, γιγάντιου ψαριού μήκους 14 περίπου μέτρων, που τρέφεται με πλαγκτόν και ζει κυρίως στην εύκρατη και τροπική ζώνη τού Ατλαντικού, τού… … Dictionary of Greek